-
1 фехтование
фехтование с η ξιφασκία, η ξιφομαχία; заниматься \фехтованием ασκούμαι στην ξιφασκία* * *сη ξιφασκία, η ξιφομαχίαзанима́ться фехтова́нием — ασκούμαι στην ξιφασκία
-
2 фехтовальныйние
фехтовальный||ниес ἡ ξιφασκία, ἡ ξιφομαχία:заниматься \фехтовальныйниением ἀσκοῦμαι στήν ξιφασκία (или στήν ξιφομαχία). -
3 fencing
-
4 дуэль
-и θ.μονομαχία• ξιφομαχία. -
5 отпарировать
-рую, -руешьρ.σ.μ. αποκρούω χτύπημα (στην ξιφομαχία). || μτφ. δεν αποδέχομαι•отпарировать доводы αποκρούω τα επιχειρήματα.
|| αμ. ανταπαντώ. -
6 управа
-ы θ.1. τρόπος• μέσον περιορισμού, συμμόρφωσης• φάρμακο, αντίδοτο•найти -у на кого-н. βρίσκω μέσον για να συμμορφώσω κάποιον.
|| παλ. ικανοποίηση (για προσβολή)•искать -у мечом ζητώ ικανοποίηση με το ξίφος (με ξιφομαχία).
2. παλ. αρχή, διοίκηση• διεύθυνση•городская управа δημοτική αρχή, το δημαρχείο.
-
7 фехтование
-я ουδ.ξιφασκία, ξιφομαχία•учитель -я ξιφοδιδάσκαλος.
-
8 шпажный
επ.του ξίφους• με το ξίφος, με λόγχη•шпажный эфес η λαβή του ξίφους•
-ая битва λογχομαχία•
шпажный поединок ξιφομαχία (μονομαχία με ξίφη).
-
9 eskrim
ξιφασκία, ξιφομαχία
См. также в других словарях:
ξιφομαχία — η η μάχη μεταξύ δύο ή περισσότερων αντιπάλων κατά την οποία μοναδικό όπλο είναι το ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωαν. Βαλέτα, Ιήτη] … Dictionary of Greek
ξιφομαχία — η μονομαχία με ξίφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντισπαθίζω — (στην ξιφομαχία) ανταποδίδω σπαθισμό για να αμυνθώ … Dictionary of Greek
διαξιφισμός — ο (Α διαξιφισμός) [διαξιφίζομαι] η ξιφομαχία νεοελλ. ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία … Dictionary of Greek
κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
ξιφισμός — ο (Α ξιφισμός) [ξιφίζω] νεοελλ. χτύπημα με ξίφος αρχ. 1. είδος πολεμικού χορού 2. ξιφομαχία, ξιφασκία … Dictionary of Greek
ξιφομαχώ — έω [ξιφομάχος] 1. μάχομαι με ξίφος 2. ασκούμαι στην ξιφομαχία … Dictionary of Greek
ξιφούλκηση — η [ξιφουλκώ] η εξαγωγή τού ξίφους από τη θήκη του με σκοπό την ξιφομαχία ή την ξιφασκία … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek