Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η ξιφομαχία

См. также в других словарях:

  • ξιφομαχία — η η μάχη μεταξύ δύο ή περισσότερων αντιπάλων κατά την οποία μοναδικό όπλο είναι το ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωαν. Βαλέτα, Ιήτη] …   Dictionary of Greek

  • ξιφομαχία — η μονομαχία με ξίφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντισπαθίζω — (στην ξιφομαχία) ανταποδίδω σπαθισμό για να αμυνθώ …   Dictionary of Greek

  • διαξιφισμός — ο (Α διαξιφισμός) [διαξιφίζομαι] η ξιφομαχία νεοελλ. ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία …   Dictionary of Greek

  • κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • ξιφισμός — ο (Α ξιφισμός) [ξιφίζω] νεοελλ. χτύπημα με ξίφος αρχ. 1. είδος πολεμικού χορού 2. ξιφομαχία, ξιφασκία …   Dictionary of Greek

  • ξιφομαχώ — έω [ξιφομάχος] 1. μάχομαι με ξίφος 2. ασκούμαι στην ξιφομαχία …   Dictionary of Greek

  • ξιφούλκηση — η [ξιφουλκώ] η εξαγωγή τού ξίφους από τη θήκη του με σκοπό την ξιφομαχία ή την ξιφασκία …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»